αμεσότητα

αμεσότητα
η (Α ἀμεσότης) [ἄμεσος]
1. άμεση σχέση
2. το να είναι κάτι άμεσο, επικείμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμεσότητα — η η ιδιότητα του άμεσου: Κατάλαβε την αμεσότητα του κινδύνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκείμενο — Το κύριο στοιχείο, το σημείο αφετηρίας μέσα στην πρόταση. Στο γραμματικό υ., που αναγνωρίζεται εύκολα, καθόσον προσδιορίζει το πρόσωπο και τον αριθμό του ρήματος (π.χ. τα άλογα τρέχουν, εσύ τρέχεις) και συνεπώς έχει ένα σαφές μορφολογικό γνώρισμα …   Dictionary of Greek

  • ανυπερθεσία — ἀνυπερθεσία, η (Α) αμεσότητα, βιασύνη στην εκτέλεση πράξης, το να γίνεται κάτι χωρίς αναβολή …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • νεορεαλισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η σημαντικότερη παραγωγή του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Πολυάριθμες υπήρξαν αυτά τα χρόνια οι προσπάθειες να τοποθετηθεί από κριτική άποψη ο ν., να καθοριστούν τα όριά του με ακρίβεια… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • προσεχεστέρως — Μ [προσεχής] επίρρ. πιο άμεσα, με περισσότερη αμεσότητα …   Dictionary of Greek

  • προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • υπαιθρισμός — ο, Ν (καλ. τέχν.) α) πρακτική τής ζωγραφικής στο ύπαιθρο, σε αντιδιαστολή προς τη ζωγραφική τού εργαστηρίου, η οποία έχει ως στόχο να συλλάβει και να αποδώσει την αμεσότητα τού φυσικού τοπίου, όπως το φως, το χρώμα β) πίνακας, τοπιογραφία που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”